- αδιευκρίνητος
- -η, -ο (Α ἀδιευκρίνητος, -ον) [διευκρινῶ]1. αυτός που δεν διευκρινήθηκε ή δεν μπορεί να διευκρινηθεί2. ο αδιασαφήνιστος, ασαφής, σκοτεινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδιευκρίνητος — obscure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιευκρινήτως — ἀδιευκρίνητος obscure adverbial ἀδιευκρίνητος obscure masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιευκρίνητον — ἀδιευκρίνητος obscure masc/fem acc sg ἀδιευκρίνητος obscure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιευκρινήτους — ἀδιευκρίνητος obscure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιευκρίνητα — ἀδιευκρίνητος obscure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιερεύνητος — η, ο (Α ἀδιερεύνητος, ον) [διερευνῶ] αυτός που δεν διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί, να εξεταστεί, αδιευκρίνητος, ανεξερεύνητος, άγνωστος αρχ. (για πρόσωπα) ανεξέταστος … Dictionary of Greek
αδιευκρίνιστος — η, ο [διευκρινίζω] ο αδιευκρίνητος … Dictionary of Greek
αξεκαθάριστος — η, ο αδιευκρίνητος, ατακτοποίητος («λογαριασμός αξεκαθάριστος») … Dictionary of Greek